- γατόψαρο
- Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών ψαριών που ανήκουν στην τάξη των σιλουριόμορφων (σίλουροι). Κοινά χαρακτηριστικά τους είναι οι μακρές στοματικές αποφύσεις που θυμίζουν τα μουστάκια της γάτας, οι οποίες χρησιμεύουν για την ανακάλυψη της τροφής τους στη λάσπη του βυθού, και η ακόρεστη όρεξη με την οποία κυνηγούν. Το είδος της τροφής τους όμως διαφέρει, ανάλογα με το μέγεθός τους. Ενδεικτικά, το κλασικό αμερικάνικο γατόψαρο (ictalurus nebulosus της οικογένειας των ικταλουρίδων), που δεν ξεπερνά το μισό μέτρο σε μήκος, τρέφεται κυρίως με σκουλήκια, γυρίνους και μαλάκια. Αντίθετα, ο σίλουρος των ευρωπαϊκών ποταμών και λιμνών που λέγεται και γουλιανός (silurus glanis της οικογένειας των σιλουρίδων) είναι ένας γίγαντας που φτάνει τα 3-4 μ., ίσως και περισσότερο, και δεν μπορεί να αρκεστεί σε τόσο μικρά θηράματα. Επιτίθεται σε μεγάλα ψάρια και υδρόβια πουλιά, αλλά και σε σκύλους που μπορεί να βρεθούν στα νερά της επικράτειάς του.
Dictionary of Greek. 2013.